- προξενιά
- [проксэньа] ουσ. Θ. сватовство.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
προξενία — προξενίᾱ , προξενία relation of fem nom/voc/acc dual προξενίᾱ , προξενία relation of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξενίᾳ — προξενίαι , προξενία relation of fem nom/voc pl προξενίᾱͅ , προξενία relation of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξενία — η, ΝΑ, και θεσσ. τ. προξεννία, Α [πρόξενος] η αντιπροσώπευση όσων ξένων βρίσκονταν εγκατεστημένοι σε μια κοινότητα τής αρχαίας Ελλάδας μέσω ντόπιων κατοίκων, τών προξένων αρχ. 1. το Δίκαιο τής φιλοξενίας, το να δέχεται κανείς τους ξένους με… … Dictionary of Greek
προξενιά — η, Ν βλ. προξενειά … Dictionary of Greek
προξενιά — η βλ. προξενιό, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προξενίας — προξενίᾱς , προξενία relation of fem acc pl προξενίᾱς , προξενία relation of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξενίαι — προξενία relation of fem nom/voc pl προξενίᾱͅ , προξενία relation of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξενίαν — προξενίᾱν , προξενία relation of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξενιῶν — προξενία relation of fem gen pl προξενίζω cause fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξενίαις — προξενία relation of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξενίαισι — προξενία relation of fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)